Δείτε επίσης: Γκούρας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γκούρα οι Γκούρες
      γενική της Γκούρας
    αιτιατική την Γκούρα τις Γκούρες
     κλητική Γκούρα Γκούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γκούρα θηλυκό άκλιτο

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Γκούρα αρσενικό

Μεταγραφές

επεξεργασία

θηλυκό επωνύμου:

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Γκούρα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Goura (ονομασία που δόθηκε το 1819 από τον Άγγλο φυσιοδίφη James Francis Stephens [1792–1852]) < γλώσσα των αυτοχθόνων της Νέας Γουινέας

Κύριο όνομα

επεξεργασία