Γκούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γκούρα | οι | Γκούρες |
γενική | της | Γκούρας | — | |
αιτιατική | την | Γκούρα | τις | Γκούρες |
κλητική | Γκούρα | Γκούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Γκούρα <
- αρωμουνική gurã (στόμα, πηγή, στόμιο) < λατινική gula < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷoleh₂ < *gʷel- (λαιμός)
- (άμεσο δάνειο) αλβανική gur < πρωτοαλβανική *gura < *gwura < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷr̥H- (βουνό < *gʷerH- (υψώνω, ανεβάζω) ή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷréh₂us (βαρύς) < *gʷreh₂- + *-us
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκούρα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΓκούρα θηλυκό άκλιτο
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓκούρα αρσενικό
Μεταγραφές
επεξεργασίαθηλυκό επωνύμου:
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Γκούρα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Goura (ονομασία που δόθηκε το 1819 από τον Άγγλο φυσιοδίφη James Francis Stephens [1792–1852]) < γλώσσα των αυτοχθόνων της Νέας Γουινέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκούρα ουδέτερο άκλιτο
- ταξινομικός όρος - γένος: λοφιοφόρων πτηνών που ανήκει στην οικογένεια των Περιστεριδών, ενδημικά της Νέας Γουινέας