Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ανδόρα
      γενική της Ανδόρας
    αιτιατική την Ανδόρα
     κλητική Ανδόρα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η θέση της Ανδόρας στην Ευρώπη.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ανδόρα < καταλανική Andorra με απλοποίηση γραφής ⟨rr⟩ > ⟨ρ⟩ < andurrial (θαμνότοπος)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈðo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αν‐δό‐ρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ανδόρα θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Αν και το πριγκιπάτο της Ανδόρας αναγνωρίζεται από το Μεσαίωνα, η επίσημη ονομασία του μαρτυρείται από το 1607, όταν τέθηκε υπό τη συγκυριαρχία της Γαλλίας και της Ισπανίας

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «Ανδόρρα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)