↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αϊ-Βασίλης οι αϊ-Βασίληδες
      γενική του αϊ-Βασίλη των αϊ-Βασίληδων
    αιτιατική τον αϊ-Βασίλη τους αϊ-Βασίληδες
     κλητική αϊ-Βασίλη αϊ-Βασίληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αϊ Βασίλης, Γουίλιαμ Χόλμπρουκ Μπίαρντ (1824-1900)
 
άρμα με αϊ-Βασίληδες

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αϊ-Βασίλης < Βασίλειος Καισαρείας (4ος αιώνας), εμπνευστής της οργανωμένης φιλανθρωπίας
  • για τον άγιο της Πρωτοχρονιάς < επίδραση του αγγλικού Santa Claus και του γαλλικού père Noël[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ai̯.vaˈsi.lis/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

αϊ-Βασίλης αρσενικό [2]

  1. (λαογραφία) λαογραφική μορφή που σχετίζεται με τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς και των Χριστουγέννων. Φοράει κόκκινη στολή, έχει λευκή γενειάδα και είναι πάντα χαμογελαστός. Ξεκινά κάθε χρόνο τις παραμονές Πρωτοχρονιάς από το Βορρά, φορτωμένος με το σάκο με τα δώρα, πάνω σε έλκηθρο που το σέρνουν ελάφια ή τάρανδοι, για να χαρίσει δώρα σε όλα τα παιδιά της γης
  2. το πρόσωπο που ντύνεται Αϊ-Βασίλης
    ⮡  τα Χριστούγεννα τα παιδιά βγάζουν φωτογραφίες με τους αϊ-Βασίληδες
  3. ο Άγιος Βασίλειος

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • αγιο-Βασίλης, Αγιοβασίλης
  • επίσης γραφές Άι Βασίλης, Αϊ-Βασίλης, Άη Βασίλης, Αη-Βασίλης

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Για το προτακτικό αϊ-, δείτε αϊ-ΒασίληςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Επίσης, δείτε το λήμμα ενωτικό και το Παράρτημα:#μικρά γράμματα.