↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψωραλέος η ψωραλέα το ψωραλέο
      γενική του ψωραλέου της ψωραλέας του ψωραλέου
    αιτιατική τον ψωραλέο την ψωραλέα το ψωραλέο
     κλητική ψωραλέε ψωραλέα ψωραλέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψωραλέοι οι ψωραλέες τα ψωραλέα
      γενική των ψωραλέων των ψωραλέων των ψωραλέων
    αιτιατική τους ψωραλέους τις ψωραλέες τα ψωραλέα
     κλητική ψωραλέοι ψωραλέες ψωραλέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωραλέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψωραλέος < ψώρα + παραγωγικό επίθημα -αλέος

  Επίθετο

επεξεργασία

ψωραλέος, -α, -ο

  1. (ιατρική) αυτός που έχει ψώρα
  2. (μεταφορικά) ο πολύ βρώμικος, ο πάμφτωχος που έχει περιπέσει σε κατάσταση αθλιότητας, εξαθλιωμένος

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία
  • το θηλυκό του επιθέτου είναι ομώνυμο με το ουσιαστικό ψωραλέα

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ψωραλέος ψωραλέ τὸ ψωραλέον
      γενική τοῦ ψωραλέου τῆς ψωραλέᾱς τοῦ ψωραλέου
      δοτική τῷ ψωραλέ τῇ ψωραλέ τῷ ψωραλέ
    αιτιατική τὸν ψωραλέον τὴν ψωραλέᾱν τὸ ψωραλέον
     κλητική ! ψωραλέε ψωραλέ ψωραλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ψωραλέοι αἱ ψωραλέαι τὰ ψωραλέ
      γενική τῶν ψωραλέων τῶν ψωραλέων τῶν ψωραλέων
      δοτική τοῖς ψωραλέοις ταῖς ψωραλέαις τοῖς ψωραλέοις
    αιτιατική τοὺς ψωραλέους τὰς ψωραλέᾱς τὰ ψωραλέ
     κλητική ! ψωραλέοι ψωραλέαι ψωραλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψωραλέω τὼ ψωραλέ τὼ ψωραλέω
      γεν-δοτ τοῖν ψωραλέοιν τοῖν ψωραλέαιν τοῖν ψωραλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωραλέος < ψώρα + -αλέος

  Επίθετο

επεξεργασία

ψωραλέος, -α, -ον

  • (ιατρική) ψωριάρης, ψωριασμένος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 4.11 @scaife.perseus
    καὶ ὁ Κῦρος λαβὼν ἐδίδου τε ἄρας τοῖς παισὶ καὶ ἅμα ἔλεγεν· ὦ παῖδες, ὡς ἄρα ἐφλυαροῦμεν ὅτε τὰ ἐν τῷ παραδείσῳ θηρία ἐθηρῶμεν· ὅμοιον ἔμοιγε δοκεῖ εἶναι οἷόνπερ εἴ τις δεδεμένα ζῷα θηρῴη. πρῶτον μὲν γὰρ ἐν μικρῷ χωρίῳ ἦν, ἔπειτα λεπτὰ καὶ ψωραλέα, καὶ τὸ μὲν αὐτῶν χωλὸν ἦν, τὸ δὲ κολοβόν·
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Κυνηγετικός, 23.3 @scaife.perseus
    καὶ τότε ἂν ἴδοις τὸν μὲν ὠκὺν ἐκεῖνον ἵππον καὶ μέγαν καὶ σοβαρὸν ἀπαγορεύοντα, τὸν δὲ λεπτὸν καὶ ψωραλέον πρῶτα μὲν παραμείβοντα, ἔπειτα ἀπολείποντα, ἔπειτα ἐλαύνοντα τὸ θηρίον. ὃ δὲ ἐς τοσοῦτον ἄρα ἀντέχει, ἔστε ἀπαγορεῦσαι τὴν ἔλαφον.
     συνώνυμα: ψωραλόεις

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ψώρα