ψωραλέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψωραλέος | η | ψωραλέα | το | ψωραλέο |
γενική | του | ψωραλέου | της | ψωραλέας | του | ψωραλέου |
αιτιατική | τον | ψωραλέο | την | ψωραλέα | το | ψωραλέο |
κλητική | ψωραλέε | ψωραλέα | ψωραλέο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψωραλέοι | οι | ψωραλέες | τα | ψωραλέα |
γενική | των | ψωραλέων | των | ψωραλέων | των | ψωραλέων |
αιτιατική | τους | ψωραλέους | τις | ψωραλέες | τα | ψωραλέα |
κλητική | ψωραλέοι | ψωραλέες | ψωραλέα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψωραλέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψωραλέος < ψώρα + παραγωγικό επίθημα -αλέος
Επίθετο
επεξεργασίαψωραλέος, -α, -ο
- (ιατρική) αυτός που έχει ψώρα
- (μεταφορικά) ο πολύ βρώμικος, ο πάμφτωχος που έχει περιπέσει σε κατάσταση αθλιότητας, εξαθλιωμένος
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία- το θηλυκό του επιθέτου είναι ομώνυμο με το ουσιαστικό ψωραλέα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψωραλέος
|
Πηγές
επεξεργασία- ψωραλέος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ψωραλέος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψωραλέος, -α, -ον
- (ιατρική) ψωριάρης, ψωριασμένος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 4.11 @scaife.perseus
- καὶ ὁ Κῦρος λαβὼν ἐδίδου τε ἄρας τοῖς παισὶ καὶ ἅμα ἔλεγεν· ὦ παῖδες, ὡς ἄρα ἐφλυαροῦμεν ὅτε τὰ ἐν τῷ παραδείσῳ θηρία ἐθηρῶμεν· ὅμοιον ἔμοιγε δοκεῖ εἶναι οἷόνπερ εἴ τις δεδεμένα ζῷα θηρῴη. πρῶτον μὲν γὰρ ἐν μικρῷ χωρίῳ ἦν, ἔπειτα λεπτὰ καὶ ψωραλέα, καὶ τὸ μὲν αὐτῶν χωλὸν ἦν, τὸ δὲ κολοβόν·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Κυνηγετικός, 23.3 @scaife.perseus
- καὶ τότε ἂν ἴδοις τὸν μὲν ὠκὺν ἐκεῖνον ἵππον καὶ μέγαν καὶ σοβαρὸν ἀπαγορεύοντα, τὸν δὲ λεπτὸν καὶ ψωραλέον πρῶτα μὲν παραμείβοντα, ἔπειτα ἀπολείποντα, ἔπειτα ἐλαύνοντα τὸ θηρίον. ὃ δὲ ἐς τοσοῦτον ἄρα ἀντέχει, ἔστε ἀπαγορεῦσαι τὴν ἔλαφον.
- ≈ συνώνυμα: ψωραλόεις
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 4.11 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψώρα
Πηγές
επεξεργασία- ψωραλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψωραλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.