ψωραλέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψωραλέος | η | ψωραλέα | το | ψωραλέο |
γενική | του | ψωραλέου | της | ψωραλέας | του | ψωραλέου |
αιτιατική | τον | ψωραλέο | την | ψωραλέα | το | ψωραλέο |
κλητική | ψωραλέε | ψωραλέα | ψωραλέο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψωραλέοι | οι | ψωραλέες | τα | ψωραλέα |
γενική | των | ψωραλέων | των | ψωραλέων | των | ψωραλέων |
αιτιατική | τους | ψωραλέους | τις | ψωραλέες | τα | ψωραλέα |
κλητική | ψωραλέοι | ψωραλέες | ψωραλέα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωραλέος < αρχαία ελληνική ψωραλέος < ψώρα + παραγωγικό επίθημα -αλέος
Επίθετο επεξεργασία
ψωραλέος, ψωραλέα, ψωραλέο
- αυτός που έχει ψώρα
- (μεταφορικά) ο πολύ βρώμικος, ο πάμφτωχος που έχει περιπέσει σε κατάσταση αθλιότητας
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
- το θηλυκό του επιθέτου είναι ομώνυμο με το ουσιαστικό ψωραλέα
Συγγενικά επεξεργασία
- ψωραλέα: είδος φυτού (psoralea)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωραλέος
|