ψωριάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψωριάρης | η | ψωριάρα | το | ψωριάρικο |
γενική | του | ψωριάρη | της | ψωριάρας | του | ψωριάρικου |
αιτιατική | τον | ψωριάρη | την | ψωριάρα | το | ψωριάρικο |
κλητική | ψωριάρη | ψωριάρα | ψωριάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψωριάρηδες | οι | ψωριάρες | τα | ψωριάρικα |
γενική | των | ψωριάρηδων | — | των | ψωριάρικων | |
αιτιατική | τους | ψωριάρηδες | τις | ψωριάρες | τα | ψωριάρικα |
κλητική | ψωριάρηδες | ψωριάρες | ψωριάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψωριάρης < ψώρα
Επίθετο
επεξεργασίαψωριάρης, ψωριάρα, (το ψωριάρικο ή το ψωραλέο)
- ο ψωρίλας, αυτός που έχει ψώρα ή ο πολύ φτωχός και βρώμικος ή ο ψωροπερήφανος
- ※ Μπα την ψωριάρα που κάνει και την αριστοκράτισσα. (Δημήτρης Ψαθάς (1939) Μαντάμ Σουσού [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψωριάρης
|