ψωριάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψωριάρα | οι | ψωριάρες |
γενική | της | ψωριάρας | — | |
αιτιατική | την | ψωριάρα | τις | ψωριάρες |
κλητική | ψωριάρα | ψωριάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαψωριάρα