ψωρίλας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωρίλας < ψώρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωρίλας αρσενικό
- ο ψωριάρης, αυτός που έχει ψώρα
- ο πολύ φτωχός και βρώμικος
- ο ψωροπερήφανος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωρίλας
|
ψωρίλας αρσενικό
|