Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψωρίλας < ψώρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψωρίλας αρσενικό

  1. ο ψωριάρης, αυτός που έχει ψώρα
  2. ο πολύ φτωχός και βρώμικος
  3. ο ψωροπερήφανος

  Μεταφράσεις επεξεργασία