ψωριάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψωριάρικος < ψωριάρης
Επίθετο
επεξεργασίαψωριάρικος, ψωριάρικη, ψωριάρικο
- ο σχετικός με τον ψωριάρη, αυτός που μοιάζει σαν να έχει ψώρα, ο βρώμικος, το παραμελημένο ζώο που δείχνει καχεκτικό και που το τρίχωμά του δεν είναι σε καλή κατάσταση, χωρίς απαραιτήτως να έχει ψώρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψωριάρικος
|