τουλίπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τουλίπα | οι | τουλίπες |
γενική | της | τουλίπας | των | τουλιπών |
αιτιατική | την | τουλίπα | τις | τουλίπες |
κλητική | τουλίπα | τουλίπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- τουλίπα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική tulipa < τουρκική tülbent (τουρμπάνι) < περσική دلبند (dolband, τουρμπάνι) [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tuˈli.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : του‐λί‐πα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τουλίπα θηλυκό
- (λουλούδι) βολβόριζο διακοσμητικό φυτό με μακρύ βλαστό, μακρόστενα φύλλα και ένα μόνο άνθος που βγαίνει στην αρχή της άνοιξης
- ※ Στον κήπο του φύτρωναν κι άνθιζαν όλων των λογιών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, τουλίπες, μαργαρίτες, κυκλάμινα, ζουμπούλια κι όμορφα κατακόκκινα γαρίφαλα. (Ζωρζ Σαρή, Το γαϊτανάκι, 1973)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
τουλίπα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τουλίπα
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ τουλίπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας