Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lalea
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ρουμανικά
(ro)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
lalea
(ro)
θηλυκό
(
φυτό
) η
τουλίπα
Κλίση
επεξεργασία
κλίση του
lalea
ενικός
πληθυντικός
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
ονομαστική
o
lalea
laleaua
nişte
lalele
lalelele
γενική
a unei
lalele
lalelei
a unor
lalele
lalelelor
δοτική
unei
lalele
lalelei
unor
lalele
lalelelor
αιτιατική
o
lalea
laleaua
nişte
lalele
lalelele
κλητική
—
-
—
-