πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαλές οι λαλέδες
      γενική του λαλέ των λαλέδων
    αιτιατική τον λαλέ τους λαλέδες
     κλητική λαλέ λαλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαλές αρσενικό

  1. (λουλούδι) (πολίτικη διάλεκτος) η τουλίπα
  2. (λουλούδι) (κυπριακά) η ανεμώνα, λευκό, κόκκινο ή ιώδες (μωβ) αγριολούλουδο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    Άρκεψαν να φκαίνουν οι λαλέδες.

Μεταφράσεις

επεξεργασία