tulipo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tulipo | tulipoj |
αιτιατική | tulipon | tulipojn |
tulipo (eo)
- η τουλίπα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tulipo | tulipoj |
αιτιατική | tulipon | tulipojn |
tulipo (eo)