συμπεριλαμβανόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπεριλαμβανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπεριλαμβανόμενος. Μορφολογικά, συμ- + περιλαμβανόμενος. → δείτε τη λέξη λαμβάνω
Μετοχή
επεξεργασίασυμπεριλαμβανόμενος, -η, -ο
- (λόγιο, + γενική) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμπεριλαμβάνω
- ⮡ Όλοι εκνευρίστηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της Χ που είναι συνήθως πολύ ανεκτική.
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμπεριλαμβανόμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίασυμπεριλαμβανόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (συμπεριλαμβάνομαι) του ρήματος συμπεριλαμβάνω