συμπεριλαμβάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπεριλαμβάνομαι < παθητική φωνή του ρήματος συμπεριλαμβάνω
Ρήμα
επεξεργασίασυμπεριλαμβάνομαι
- περιλαμβάνομαι, σε κάτι μαζί με άλλους ή άλλα
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπεριλαμβάνομαι | συμπεριλαμβανόμουν(α) | θα συμπεριλαμβάνομαι | να συμπεριλαμβάνομαι | συμπεριλαμβανόμενος | |
β' ενικ. | συμπεριλαμβάνεσαι | συμπεριλαμβανόσουν(α) | θα συμπεριλαμβάνεσαι | να συμπεριλαμβάνεσαι | (συμπεριλαμβάνου) | |
γ' ενικ. | συμπεριλαμβάνεται | συμπεριλαμβανόταν(ε) | θα συμπεριλαμβάνεται | να συμπεριλαμβάνεται | ||
α' πληθ. | συμπεριλαμβανόμαστε | συμπεριλαμβανόμαστε συμπεριλαμβανόμασταν |
θα συμπεριλαμβανόμαστε | να συμπεριλαμβανόμαστε | ||
β' πληθ. | συμπεριλαμβάνεστε | συμπεριλαμβανόσαστε συμπεριλαμβανόσασταν |
θα συμπεριλαμβάνεστε | να συμπεριλαμβάνεστε | (συμπεριλαμβάνεστε) | |
γ' πληθ. | συμπεριλαμβάνονται | συμπεριλαμβάνονταν συμπεριλαμβανόντουσαν |
θα συμπεριλαμβάνονται | να συμπεριλαμβάνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμπεριλήφθηκα | θα συμπεριληφθώ | να συμπεριληφθώ | συμπεριληφθεί | ||
β' ενικ. | συμπεριλήφθηκες | θα συμπεριληφθείς | να συμπεριληφθείς | |||
γ' ενικ. | συμπεριλήφθηκε | θα συμπεριληφθεί | να συμπεριληφθεί | |||
α' πληθ. | συμπεριληφθήκαμε | θα συμπεριληφθούμε | να συμπεριληφθούμε | |||
β' πληθ. | συμπεριληφθήκατε | θα συμπεριληφθείτε | να συμπεριληφθείτε | συμπεριληφθείτε | ||
γ' πληθ. | συμπεριλήφθηκαν συμπεριληφθήκαν(ε) |
θα συμπεριληφθούν(ε) | να συμπεριληφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συμπεριληφθεί | είχα συμπεριληφθεί | θα έχω συμπεριληφθεί | να έχω συμπεριληφθεί | ||
β' ενικ. | έχεις συμπεριληφθεί | είχες συμπεριληφθεί | θα έχεις συμπεριληφθεί | να έχεις συμπεριληφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συμπεριληφθεί | είχε συμπεριληφθεί | θα έχει συμπεριληφθεί | να έχει συμπεριληφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπεριληφθεί | είχαμε συμπεριληφθεί | θα έχουμε συμπεριληφθεί | να έχουμε συμπεριληφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συμπεριληφθεί | είχατε συμπεριληφθεί | θα έχετε συμπεριληφθεί | να έχετε συμπεριληφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συμπεριληφθεί | είχαν συμπεριληφθεί | θα έχουν συμπεριληφθεί | να έχουν συμπεριληφθεί |