περιλαμβανόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιλαμβανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιλαμβανόμενος. → δείτε τη λέξη λαμβάνω
Μετοχή επεξεργασία
περιλαμβανόμενος, -η, -ο
- (λόγιο, + γενική) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περιλαμβάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιλαμβανόμενος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
περιλαμβανόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (περιλαμβάνομαι) του ρήματος περιλαμβάνω