σέκτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σέκτα | οι | σέκτες |
γενική | της | σέκτας | των | σεκτών |
αιτιατική | τη | σέκτα | τις | σέκτες |
κλητική | σέκτα | σέκτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σέκτα < λατινική secta (οδός), θηλυκό του sectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sector < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sekʷ- (ακολουθώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈse.kta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σέ‐κτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασέκτα θηλυκό
- (θρησκεία, πολιτική) θρησκευτική ή πολιτική ομάδα που χαρακτηρίζεται από δογματικές αντιλήψεις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σεκταρισμός / σεχταρισμός
- σεκταριστής / σεχταριστής
- σεκταριστικά / σεχταριστικά
- σεκταριστικός / σεχταριστικός
- σεκταρίστρια / σεχταρίστρια
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σέκτα στη Βικιπαίδεια
- αίρεση