↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σέκτα οι σέκτες
      γενική της σέκτας των σεκτών
    αιτιατική τη σέκτα τις σέκτες
     κλητική σέκτα σέκτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σέκτα < λατινική secta (οδός), θηλυκό του sectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sector < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sekʷ- (ακολουθώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈse.kta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σέ‐κτα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σέκτα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία