σεκταριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεκταριστής < σεκταρισμός + -ιστής[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sectateur[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεκταριστής αρσενικό (θηλυκό σεκταρίστρια)
- (θρησκεία, πολιτική) αδιάλλακτος και δογματικός οπαδός σέκτας ή μέλος της
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σέκτα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σεχταριστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σεχταριστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)