σεκταρίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεκταρίστρια < σεκταριστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεκταρίστρια θηλυκό
- θηλυκό του σεκταριστής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σεκταρίστρια
|