σεχταρίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεχταρίστρια < σεχταριστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεχταρίστρια θηλυκό
- θηλυκό του σεχταριστής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεχταρίστρια
|