Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sekʷ- (ακολουθώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈse.kʷor/

  Ρήμα επεξεργασία

sequor (la) (sequor, secūtus sum, sequī)

  1. ακολουθώ
  2. έπομαι
  3. διώκω, καταδιώκω, κυνηγώ

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία


  Πηγές επεξεργασία