Ετυμολογία

επεξεργασία
prosequor < prō- + sĕquor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈproː.se.kʷor/

prosequor (la)

  1. προπέμπω, συνοδεύω, ακολουθώ
  2. τιμώ
  3. περιγράφω λεπτομερώς
  4. αναμένω