Ετυμολογία

επεξεργασία
prosequor < prō- + sĕquor

prosequor (la)

  1. προπέμπω, συνοδεύω, ακολουθώ
  2. τιμώ
  3. περιγράφω λεπτομερώς
  4. αναμένω