↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεχταρισμός οι σεχταρισμοί
      γενική του σεχταρισμού των σεχταρισμών
    αιτιατική τον σεχταρισμό τους σεχταρισμούς
     κλητική σεχταρισμέ σεχταρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεχταρισμός < σεκταρισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική sectarisme[1] < sectaire + -ισμός < secte < λατινική secta < θηλυκό του sectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sector < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (ακολουθώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σεχταρισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία