Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτωματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πτωματικ
ός
η
πτωματικ
ή
το
πτωματικ
ό
γενική
του
πτωματικ
ού
της
πτωματικ
ής
του
πτωματικ
ού
αιτιατική
τον
πτωματικ
ό
την
πτωματικ
ή
το
πτωματικ
ό
κλητική
πτωματικ
έ
πτωματικ
ή
πτωματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πτωματικ
οί
οι
πτωματικ
ές
τα
πτωματικ
ά
γενική
των
πτωματικ
ών
των
πτωματικ
ών
των
πτωματικ
ών
αιτιατική
τους
πτωματικ
ούς
τις
πτωματικ
ές
τα
πτωματικ
ά
κλητική
πτωματικ
οί
πτωματικ
ές
πτωματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πτωματικός
< →
δείτε
τη λέξη
πτώμα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
pto.ma.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
πτωματικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πτωματικός
αγγλικά
:
cadaveric
(en)
γαλλικά
:
cadavérique
(fr)
εσπεράντο
:
kadavra
(eo)