Δείτε επίσης: πτώμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πτῶμᾰ τὰ πτώμᾰτ
      γενική τοῦ πτώμᾰτος τῶν πτωμᾰ́των
      δοτική τῷ πτώμᾰτ τοῖς πτώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πτῶμᾰ τὰ πτώμᾰτ
     κλητική ! πτῶμᾰ πτώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  πτωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτῶμα, ήδη τον 6ο/5ο αιώνα στον Αισχύλο < θέμα πτω- μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- (πετάω) + -μα [1] Δείτε και πίπτω, πτῶσις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτῶμα ουδέτερο

  1. η πτώση
  2. (μεταφορικά) η συμφορά
  3. οτιδήποτε έχει πέσει κάτω
    1. σώμα πεσμένο κάτω, σώμα νεκρού, πτώμα
      ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 662 Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
      πτώμασιν αἱματίσαι πέδον γᾶς
    2. (για κτίσματα) ερείπιο
    3. (για δέντρα) πεσμένα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πτῶσις και πίπτω & άλλα ομόρριζα στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.