Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.da.ve.ʁik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cadavérique cadavériques

cadavérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό