↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσβλητός η προσβλητή το προσβλητό
      γενική του προσβλητού της προσβλητής του προσβλητού
    αιτιατική τον προσβλητό την προσβλητή το προσβλητό
     κλητική προσβλητέ προσβλητή προσβλητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσβλητοί οι προσβλητές τα προσβλητά
      γενική των προσβλητών των προσβλητών των προσβλητών
    αιτιατική τους προσβλητούς τις προσβλητές τα προσβλητά
     κλητική προσβλητοί προσβλητές προσβλητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσβλητός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσβλητός < αρχαία ελληνική προσβάλλω

  Επίθετο

επεξεργασία

προσβλητός, -ή, -ό

  1. (σπάνιο) που μπορεί να προσβληθεί, να δεχτεί επίθεση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. (σπάνιο) που υφίσταται πρόσβληση / στιγμιαία συμπίεση ή σύγκρουση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προσβλητός προσβλητή τὸ προσβλητόν
      γενική τοῦ προσβλητοῦ τῆς προσβλητῆς τοῦ προσβλητοῦ
      δοτική τῷ προσβλητ τῇ προσβλητ τῷ προσβλητ
    αιτιατική τὸν προσβλητόν τὴν προσβλητήν τὸ προσβλητόν
     κλητική ! προσβλητέ προσβλητή προσβλητόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προσβλητοί αἱ προσβληταί τὰ προσβλητᾰ́
      γενική τῶν προσβλητῶν τῶν προσβλητῶν τῶν προσβλητῶν
      δοτική τοῖς προσβλητοῖς ταῖς προσβληταῖς τοῖς προσβλητοῖς
    αιτιατική τοὺς προσβλητούς τὰς προσβλητᾱ́ς τὰ προσβλητᾰ́
     κλητική ! προσβλητοί προσβληταί προσβλητᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσβλητώ τὼ προσβλητᾱ́ τὼ προσβλητώ
      γεν-δοτ τοῖν προσβλητοῖν τοῖν προσβληταῖν τοῖν προσβλητοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσβλητός < αρχαία ελληνική προσβάλλω, θέμα προσ-βλη- + -τός λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

προσβλητός, -ή, -όν