προσβλητός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσβλητός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσβλητός < αρχαία ελληνική προσβάλλω
Επίθετο
επεξεργασίαπροσβλητός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που μπορεί να προσβληθεί, να δεχτεί επίθεση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (σπάνιο) που υφίσταται πρόσβληση / στιγμιαία συμπίεση ή σύγκρουση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απρόσβλητος
- προσβλητικός
- → και δείτε τις λέξεις προσβάλλω, προς και βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσβλητός
|
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με προσβλητ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσβλητός < αρχαία ελληνική προσβάλλω, θέμα προσ-βλη- + -τός → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπροσβλητός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που μπορεί να προστεθεί, πρόσθετος, προσκολλημένος
Πηγές
επεξεργασία- προσβλητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.