πολύγνωμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύγνωμος < πολύ- + γνώμ(η) + -ος. Διαφορετική η ελληνιστική κοινή πολύγνωμος (πολύ συνετός).[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈli.ɣno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐γνω‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύγνωμος, -η, -ο
- που έχει πολλές γνώμες πάνω στο ίδιο θέμα
- (κατ’ επέκταση) που δεν μπορεί να διαλέξει ανάμεσα σε πολλές γνώμες
Συγγενικά
επεξεργασία- πολυγνωμία
- → δείτε τις λέξεις πολύς και γνώμη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολύγνωμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πολύγνωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πολύγνωμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολύγνωμος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολύ- + γνώμ(η) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύγνωμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του πολυγνώμων: πολύ σώφρων, πολύ συνετός
Συγγενικά
επεξεργασία- πολυγνωμοσύνη (βαθιά γνώση)
→ και δείτε τις λέξεις πολύς και γνώμη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πολυγνώμων, πολύγνωμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.