Δείτε επίσης: περισκελίς
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / περισκελής τὸ περισκελές
      γενική τοῦ/τῆς περισκελοῦς τοῦ περισκελοῦς
      δοτική τῷ/τῇ περισκελεῖ τῷ περισκελεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν περισκελ τὸ περισκελές
     κλητική ! περισκελές περισκελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ περισκελεῖς τὰ περισκελ
      γενική τῶν περισκελῶν τῶν περισκελῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς περισκελέσ(ν) τοῖς περισκελέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς περισκελεῖς τὰ περισκελ
     κλητική ! περισκελεῖς περισκελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ περισκελεῖ τὼ περισκελεῖ
      γεν-δοτ τοῖν περισκελοῖν τοῖν περισκελοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
περισκελής < περί + σκέλλω (ξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω)

  Επίθετο

επεξεργασία

περισκελής, -ής, -ές, συγκριτικός:περισκελέστερος

  1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 475 (473-476)
    [ΚΡΕ.] ἀλλ᾽ ἴσθι τοι τὰ σκλήρ᾽ ἄγαν φρονήματα | πίπτειν μάλιστα, καὶ τὸν ἐγκρατέστατον | σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ | θραυσθέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ᾽ ἂν εἰσίδοις.
    • [ΚΡΕ.] Μα ξέρε πως οι πιο σκληρές οι γνώμες | αυτές είναι που πιότερο και πέφτουν, | κι όσο γερό το σίδερο και να ᾽ναι όταν στην πύρα της φωτιάς σκληρύνει, | τότε θα δεις πώς σπάνει και ραγίζει·
      Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    • [ΚΡΕ.] Να ξέρεις πως αυτή σου η ξεροκεφαλιά | γρήγορα θα περάσει. Και το πιο δυνατό | σίδερο, το ψημένο απ᾽ τη φωτιά ολόγυρα σκληρό, | θα το δεις να ραΐσει και να σπάσει πιότερο από άλλο·
      Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) επίμονος, ισχυρογνώμων
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 649 (646-649)
    [ΑΙΑ.] ἅπανθ᾽ ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος | φύει τ᾽ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· | κοὐκ ἔστ᾽ ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ᾽ ἁλίσκεται | χὡ δεινὸς ὅρκος χαἱ περισκελεῖς φρένες.
    • [ΑΙΑ.] Όλα, μακρύς ο χρόνος κι αναρίθμητος, | τ᾽ άδηλα φανερώνει, τα φανερά τα κρύβει. | Τίποτε ανέλπιστο δεν μένει ατέλεστο, | ακόμη κι όρκος φοβερός καταπατείται, η πιο αλύγιστη απόφαση λυγίζει.
      Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    • [ΑΙΑ.] Όλα τα πάντα ο καιρός που ασάλευτος διαβαίνει | τα φανερώνει τα κρυφά, τα φανερά σκεπάζει· | δεν είναι πράμα ανόλπιστο, | μόν᾽ κι ο φριχτός ο όρκος πατιέται κι η σκληρή καρδιά κι εκείνη μαλακώνει.
      Μετάφραση (1904): Ζήσιμος Σίδερης, @greek‑language.gr
  3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός, που προκαλεί ερεθισμό
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, (De ulceribus), 1, @scaife.perseus
    Τὰ δὲ νεότρωτα ἕλκεα πάντα ἥκιστα ἂν φλεγμήναιεν αὐτά τε καὶ τὰ περιέχοντα, εἴ τις διαπυΐσκοι ὡς τάχιστα, καὶ τὸ πῦον μὴ ἀπολαμβανόμενον ἀπὸ τοῦ ἕλκεος τοῦ στόματος ἴσχοιτο, ἢ εἴ τις ἀποτρέποι ὅκως μηδὲ μελλήσει διαπυῆσαι πλὴν τοῦ ἀναγκαίου πύου ὀλιγίστου, ἀλλὰ ξηρὸν εἶναι ὡς μάλιστα φαρμάκῳ μὴ περισκελέϊ.
  4. υπερβολικός, ισχυρός
  5. δύσκολος, σκληρός, τραχύς
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 14.1, 9 @perseus.tufts.edu @wikisource
    ἀνάγκη δʼ ἐπὶ τῶν ἐνδόξων τόπων ὑπομένειν τὸ περισκελὲς τῆς τοιαύτης γεωγραφίας.

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
περισκελής < περί + σκέλος

  Επίθετο

επεξεργασία

περισκελής, -ής, -ές

  1. που είναι γύρω από το σκέλος
  2. (για άγαλμα) που έχει ανοιχτά τα σκέλη
  3. (το ουδέτερο στον πληθυντικό) (τὰ περισκελῆ) το εσώρουχο, το σώβρακο
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Έξοδος, 28.38, @scaife.perseus
    καὶ ποιήσεις αὐτοῖς περισκελῆ λινᾶ καλύψαι ἀσχημοσύνην χρωτὸς αὐτῶν· ἀπὸ ὀσφύος ἕως μηρῶν ἔσται.
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Λευϊτικόν, 16.4, @scaife.perseus
    καὶ χιτῶνα λινοῦν ἡγιασμένον ἐνδύσεται, καὶ περισκελὲς λινοῦν ἔσται ἐπὶ τοῦ χρωτὸς αὐτοῦ,

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία