Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σώβρακο τα σώβρακα
      γενική του σώβρακου των σώβρακων
    αιτιατική το σώβρακο τα σώβρακα
     κλητική σώβρακο σώβρακα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
λευκό σώβρακο

  Ετυμολογία επεξεργασία

σώβρακο < σώ- (εσω-) + βρακ(ί) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈso.vɾa.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σώ‐βρα‐κο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σώβρακο ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία