μπόξερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία

Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπόξερ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Boxer ή αγγλική boxer
- για το εσώρουχο < (λόγιο δάνειο) αγγλική boxer shorts (με αποβολή της δεύτερης λέξης)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbo.kseɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπό‐ξερ
- τονικό παρώνυμο: μποξέρ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπόξερ ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) ράτσα σωματώδους σκύλου, που αντιστοιχεί στο σώμα του πυγμάχου
- (ενδυμασία) τύπος ανδρικού εσώρουχου με σχήμα όπως τα σορτς
- → δείτε και τη λέξη σώβρακο