Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σωβρακοφανέλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σωβρακοφανέλ
α
οι
σωβρακοφανέλ
ες
γενική
της
σωβρακοφανέλ
ας
των
σωβρακοφανελ
ών
αιτιατική
τη
σωβρακοφανέλ
α
τις
σωβρακοφανέλ
ες
κλητική
σωβρακοφανέλ
α
σωβρακοφανέλ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σωβρακοφανέλα
<
σώβρακο
+
φανέλα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σωβρακοφανέλα
θηλυκό
παλαιού τύπου ανδρικό
εσώρουχο