Δείτε επίσης: περισκελής
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περισκελίς αἱ περισκελίδες
      γενική τῆς περισκελίδος τῶν περισκελίδων
      δοτική τῇ περισκελίδ ταῖς περισκελίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περισκελίδ τὰς περισκελίδᾰς
     κλητική ! περισκελίς* περισκελίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περισκελίδε
γεν-δοτ τοῖν  περισκελίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περισκελίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περι- + σκελίς < σκέλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περισκελίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. επίδεσμος ποδιών
  2. βραχιόλι ποδιού, περικνήμιο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία