περιπατητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιπατητικός < ελληνιστική κοινή περιπατητικός < περιπατητής < αρχαία ελληνική περιπατέω / περιπατῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ri.pa.ti.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐πα‐τη‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
περιπατητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με περίπατο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που του αρέσει ο περίπατος, να περπατά
- (ιατρική) για ασθενή που κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του δεν μένει στο νοσοκομείο αλλά πηγαινοέρχεται
- ※ Υπηρεσίες περιπατητικής φροντίδας: Υπηρεσίες εξωνοσοκομειακής και εξειδικευμένης φροντίδας υγείας που παρέχονται στους λήπτες υπηρεσιών υγείας από τα Κέντρα Υγείας. (*)
- (ιστορία, φιλοσοφία) που έχει σχέση με τη σχολή του Αριστοτέλη, τον Περίπατο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) περιπατητικοί
Μεταφράσεις επεξεργασία
που έχει σχέση με περίπατο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
φιλοσοφία