péripatéticien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- péripatéticien (péripatétique) péripatétic- + -ien. Δείτε λατινικό peripateticus, αρχαία ελληνική περιπατητικός
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | péripatéticien | péripatéticiens |
θηλυκό | péripatéticienne | péripatéticiennes |
péripatéticien (fr)
- (φιλοσοφία) περιπατητικός, που σχετίζεται με τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- péripatéticien - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé