Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωνοσοκομειακός η εξωνοσοκομειακή το εξωνοσοκομειακό
      γενική του εξωνοσοκομειακού της εξωνοσοκομειακής του εξωνοσοκομειακού
    αιτιατική τον εξωνοσοκομειακό την εξωνοσοκομειακή το εξωνοσοκομειακό
     κλητική εξωνοσοκομειακέ εξωνοσοκομειακή εξωνοσοκομειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωνοσοκομειακοί οι εξωνοσοκομειακές τα εξωνοσοκομειακά
      γενική των εξωνοσοκομειακών των εξωνοσοκομειακών των εξωνοσοκομειακών
    αιτιατική τους εξωνοσοκομειακούς τις εξωνοσοκομειακές τα εξωνοσοκομειακά
     κλητική εξωνοσοκομειακοί εξωνοσοκομειακές εξωνοσοκομειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωνοσοκομειακός < εξω- + νοσοκομειακός

  Επίθετο επεξεργασία

εξωνοσοκομειακός

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία