↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιατροκεντρικός η ιατροκεντρική το ιατροκεντρικό
      γενική του ιατροκεντρικού της ιατροκεντρικής του ιατροκεντρικού
    αιτιατική τον ιατροκεντρικό την ιατροκεντρική το ιατροκεντρικό
     κλητική ιατροκεντρικέ ιατροκεντρική ιατροκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιατροκεντρικοί οι ιατροκεντρικές τα ιατροκεντρικά
      γενική των ιατροκεντρικών των ιατροκεντρικών των ιατροκεντρικών
    αιτιατική τους ιατροκεντρικούς τις ιατροκεντρικές τα ιατροκεντρικά
     κλητική ιατροκεντρικοί ιατροκεντρικές ιατροκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιατροκεντρικός < ιατρο- + κεντρικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική doctor-centred) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.a.tɾo.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐α‐τρο‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ιατροκεντρικός, -ή, -ό

  • που έχει στο κέντρο των ενδιαφερόντων και σχεδιασμών τους ιατρούς
    ※  Από την ίδρυση του το ελληνικό Δημόσιο Σύστημα Υγείας είχε νοσοκομειοκεντρικό και ιατροκεντρικό χαρακτήρα, δεν αναπτύχθηκε η ΠΦΥ, ειδικά στα αστικά κέντρα , και η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη εκχωρήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στον ιδιωτικό τομέα. (Ενδυναμώνοντας τα ανθρωποκεντρικά συστήματα Υγείας, παρέμβαση του Α. Ξανθού στην Περιφερειακή Επιτροπή του ΠΟΥ στην Κοπεγχάγη, 13/09/2016, Δελτίο Τύπου, Υπουργείο Υγείας, Ελληνική Δημοκρατία [1])

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία