παυσίπονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παυσίπονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παυσίπονος < παυσί- + -πονος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pafˈsi.po.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παυ‐σί‐πο‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαπαυσίπονος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις παύω και πόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία παυσίπονος
Πηγές
επεξεργασία- παυσίπονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαυσίπονος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παυσίπονος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παυσίπονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.