παρακαθήμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρακαθήμενος λόγια μετοχή παθητικού παρακειμένου < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρακαθήμενος, μετοχή παρακειμένου του ρήματος παρακάθημαι, με σημασία ενεστώτα. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + καθήμενος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.kaˈθi.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κα‐θή‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαπαρακαθήμενος, -η, -ο
- (λόγιο, κυριολεκτικά) που παρακάθηται, κάθεται δίπλα σε κάποιον
- λόγιο, κατ’ επέκταση, ενίοτε μειωτικό) που είναι στενός συνεργάτης κάποιου ανώτερου ιεραρχικά
- (λόγιο, κατ’ επέκταση) που μετέχει σε ένα συνέδριο, σε μια συνέλευση κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παρακάθημαι, παρακάθομαι και κάθομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρακαθήμενος
|
Πηγές
επεξεργασία- παρακαθήμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας