Δείτε επίσης: νύχτιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νύκτιος η νύκτια το νύκτιο
      γενική του νύκτιου της νύκτιας του νύκτιου
    αιτιατική τον νύκτιο τη νύκτια το νύκτιο
     κλητική νύκτιε νύκτια νύκτιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νύκτιοι οι νύκτιες τα νύκτια
      γενική των νύκτιων των νύκτιων των νύκτιων
    αιτιατική τους νύκτιους τις νύκτιες τα νύκτια
     κλητική νύκτιοι νύκτιες νύκτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νύκτιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νύκτιος < αρχαία ελληνική νύξ. νυκτ-. Δείτε και νύχτιος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈni.kti.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νύ‐κτι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

νύκτιος, -α, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νύκτιος νυκτί τὸ νύκτιον
      γενική τοῦ νυκτίου τῆς νυκτίᾱς τοῦ νυκτίου
      δοτική τῷ νυκτί τῇ νυκτί τῷ νυκτί
    αιτιατική τὸν νύκτιον τὴν νυκτίᾱν τὸ νύκτιον
     κλητική ! νύκτιε νυκτί νύκτιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νύκτιοι αἱ νύκτιαι τὰ νύκτι
      γενική τῶν νυκτίων τῶν νυκτίων τῶν νυκτίων
      δοτική τοῖς νυκτίοις ταῖς νυκτίαις τοῖς νυκτίοις
    αιτιατική τοὺς νυκτίους τὰς νυκτίᾱς τὰ νύκτι
     κλητική ! νύκτιοι νύκτιαι νύκτι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νυκτίω τὼ νυκτί τὼ νυκτίω
      γεν-δοτ τοῖν νυκτίοιν τοῖν νυκτίαιν τοῖν νυκτίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νύκτιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νύξ, νυκτ- + -ιος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: νύχτιος

  Επίθετο

επεξεργασία

νύκτιος, -α, -ον