Δείτε επίσης: νύκτιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νύχτιος η νύχτια το νύχτιο
      γενική του νύχτιου της νύχτιας του νύχτιου
    αιτιατική τον νύχτιο τη νύχτια το νύχτιο
     κλητική νύχτιε νύχτια νύχτιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νύχτιοι οι νύχτιες τα νύχτια
      γενική των νύχτιων των νύχτιων των νύχτιων
    αιτιατική τους νύχτιους τις νύχτιες τα νύχτια
     κλητική νύχτιοι νύχτιες νύχτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νύχτιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νύκτιος με τροπή άρθρωσης [kt] > [xt] για προσαρμογή στη δημοτική < αρχαία ελληνική νύξ, νυκτ-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /niˈxti.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νύ‐χτι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

νύχτιος, -α, -ο

  1. (σπάνιο) συνώνυμο του νυχτερινός, νυχτιάτικος
    ※  αδυνάτιζε τους χωριστούς νύχτιους ήχους
    Ιωάννης Ζερβός. (1911) Μύθοι της ζωής. Αι ιστορίαι του Δισκεψίου και του Τρισκεψίου, 67.
  2. (σπάνιο, μεταφορικά) σκοτεινός (σαν την νύκτα)
     συνώνυμα: αμαυρός

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • νύκτιος (παρωχημένο ή ως δεύτερο συνθετικό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία