↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσονύκτιος η μεσονύκτια το μεσονύκτιο
      γενική του μεσονύκτιου της μεσονύκτιας του μεσονύκτιου
    αιτιατική τον μεσονύκτιο τη μεσονύκτια το μεσονύκτιο
     κλητική μεσονύκτιε μεσονύκτια μεσονύκτιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσονύκτιοι οι μεσονύκτιες τα μεσονύκτια
      γενική των μεσονύκτιων των μεσονύκτιων των μεσονύκτιων
    αιτιατική τους μεσονύκτιους τις μεσονύκτιες τα μεσονύκτια
     κλητική μεσονύκτιοι μεσονύκτιες μεσονύκτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσονύκτιος < αρχαία ελληνική μεσονύκτιος < μέσος + νύξ

  Επίθετο

επεξεργασία

μεσονύκτιος, -α, -ο

  1. (λόγιο) που γίνεται η συμβαίνει κατά τα μεσάνυχτα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μεσονύκτιο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία