λεξιθήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | λεξιθήρας | οι | λεξιθήρες |
γενική | του/της | λεξιθήρα | των | λεξιθηρών & λεξιθήρων* |
αιτιατική | τον/τη | λεξιθήρα | τους/τις | λεξιθήρες |
κλητική | λεξιθήρα | λεξιθήρες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». *Και -θήρων όπως στην κλίση του αρχαίου λεξίθηρος. | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεξιθήρας < Δείτε και την ελληνιστική κοινή λεξιθήρας / λεξιθήρ / λεξίθηρος < αρχαία ελληνική λέξις + θήρ. Nεότερη δημιουργία με αναδρομικό σχηματισμό από το λεξιθηρία.[1][2][3]. Αναλύεται σε λεξι- + -θήρας.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.ksiˈθi.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐ξι‐θή‐ρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεξιθήρας αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) που αναζητεί με επιμονή λέξεις που θα εντυπωσιάσουν τον αναγνώστη / ακροατή με τη σπανιότητά τους
- → δείτε και τη λέξη λεξιλάγνος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λεξιθήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λεξιθήρᾱς | οἱ | λεξιθῆραι | ||||
γενική | τοῦ | λεξιθήρου | τῶν | λεξιθηρῶν | ||||
δοτική | τῷ | λεξιθήρᾳ | τοῖς | λεξιθήραις | ||||
αιτιατική | τὸν | λεξιθήρᾱν | τοὺς | λεξιθήρᾱς | ||||
κλητική ὦ! | λεξιθήρᾱ | λεξιθῆραι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεξιθήρᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λεξιθήραιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'λογοθήρας' όπως «λογοθήρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεξιθήρας αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) μορφή του λεξίθηρ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λεξιθήρας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.