λεξιλάγνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεξιλάγνος αρσενικό
- αυτός που αρέσκεται να χρησιμοποιεί σπάνιες ή περίεργες λέξεις ή περίπλοκες διατυπώσεις
- (μεταφορικά) ο πολυλογάς, ο φλύαρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεξιλάγνος
|