λεξιθηρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λεξιθηρώ < ελληνιστική κοινή λεξιθηρέω < αρχαία ελληνική λέξις + θήρ
Ρήμα
επεξεργασία
λεξιθηρώ
- (λόγιο) επιδίδομαι στη λεξιθηρία, αναζητώ με επιμονή εξεζητημένες λέξεις και φράσεις για να εντυπωσιάσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεξιθηρώ
|