Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κριγμός οι κριγμοί
      γενική του κριγμού των κριγμών
    αιτιατική τον κριγμό τους κριγμούς
     κλητική κριγμέ κριγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κριγμός < αρχαία ελληνική κριγμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾiɣˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κριγ‐μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κριγμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κριγμός οἱ κριγμοί
      γενική τοῦ κριγμοῦ τῶν κριγμῶν
      δοτική τῷ κριγμ τοῖς κριγμοῖς
    αιτιατική τὸν κριγμόν τοὺς κριγμούς
     κλητική ! κριγμέ κριγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κριγμώ
γεν-δοτ τοῖν  κριγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κριγμός < κρίζω + -μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κριγμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία