↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κριγή αἱ κριγαί
      γενική τῆς κριγῆς τῶν κριγῶν
      δοτική τῇ κριγ ταῖς κριγαῖς
    αιτιατική τὴν κριγήν τὰς κριγᾱ́ς
     κλητική ! κριγή κριγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κριγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κριγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κριγή < κρίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κριγή θηλυκό

  1. το τρίξιμο των δοντιών
     συνώνυμα: κριγμός
  2. το τρίξιμο της ψυχής κατά την αποχώρηση της από το σώμα, σύμφωνα με τις δοξασίες
  3. (κατά τον Ησύχιο) ἡ γλαῡξ