Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κρίζω

  1. τρίζω
  2. (προς πρόσωπο) σκούζω, στριγκλίζω

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία