κεντρομόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεντρομόλος < κέντρο + αρχαία ελληνική μολ- (δείτε μολών) του ρήματος βλώσκω (έρχομαι) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centripète
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /cen.dɾoˈmo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντρο‐μό‐λος
Επίθετο
επεξεργασίακεντρομόλος, -ος/-α, -ο
- (μαθηματικά) αυτός που έχει την τάση να κινείται από την περιφέρεια προς το κέντρο ή τον πυρήνα
- ⮡ η κεντρομόλος έλξη
- (φυσική) η δύναμη που ασκείται επάνω στο κινούμενο σώμα και το διατηρεί στην κυκλική του τροχιά
- ⮡ η κεντρομόλα πίεση
- (ανατομία) τα νεύρα που μεταφέρουν τις πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα στο κεντρικό νευρικό σύστημα
- ⮡ τα κεντρομόλα νεύρα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεντρομόλος