Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυγόκεντρος η φυγόκεντρη
φυγόκεντρος
το φυγόκεντρο
      γενική του φυγόκεντρου της φυγόκεντρης
φυγοκέντρου
του φυγόκεντρου
    αιτιατική τον φυγόκεντρο τη φυγόκεντρη
φυγόκεντρο
το φυγόκεντρο
     κλητική φυγόκεντρε φυγόκεντρη
φυγόκεντρε
φυγόκεντρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυγόκεντροι οι φυγόκεντρες
φυγόκεντροι
τα φυγόκεντρα
      γενική των φυγόκεντρων των φυγόκεντρων
φυγοκέντρων
των φυγόκεντρων
    αιτιατική τους φυγόκεντρους τις φυγόκεντρες
φυγοκέντρους
τα φυγόκεντρα
     κλητική φυγόκεντροι φυγόκεντρες
φυγόκεντροι
φυγόκεντρα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα ή σε αρχαιοπρεπείς λέξεις..
Κατηγορία όπως «φυγόκεντρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυγόκεντρος < (καθαρεύουσα) < φυγό- + κέντρ(ο) + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centrifuge[1] )
Η λέξη μαρτυρείται από το 1843[2] (1892 η καταγραφή του Κουμανδούδη[3] ως μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική centrifugus
Αρχικά, το 1766, ο νεολατινικός όρος είχε αποδοθεί στην καθαρεύουσα ως κεντρόφυξ (κεντρόφυγος) κατά το ελληνιστικό πρόσφυξ[4]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fiˈɣo.cen.dɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐γό‐κε‐ντρος

  Επίθετο επεξεργασία

φυγόκεντρος, -η/ος, -ο

  1. (φυσική) που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο
    η φυγόκεντρος' δύναμη
  2. (μεταφορικά) που κινείται αντίθετα προς κάποιο κέντρο, π.χ. εξουσίας, οργάνωσης

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φεύγω και κέντρο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. φυγόκεντρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «φυγόκεντρος» με εκτενές ιστορικό σχόλιο -Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. σελ. 1088, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.