φυγόκεντρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φυγόκεντρος < φυγο- + κέντρο + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική centrifuge[1])
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1843
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /fi.ˈɣɔ.cɛⁿ.dɾɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /fi.ˈɣɔ.cɛⁿ.dɾi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /fi.ˈɣɔ.cɛⁿ.dɾɔ/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φυγόκεντρος
- (φυσική) που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο
- (μεταφορικά) που κινείται αντίθετα προς κάποιο κέντρο, π.χ. εξουσίας, οργάνωσης
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- φυγοκεντρικά
- φυγοκεντρικός
- φυγοκέντριση
- → δείτε τις λέξεις φεύγω και κέντρο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φυγόκεντρος
- ↑ «φυγόκεντρος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.