centrifugal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˌsɛntrɪˈfjuːɡ(ə)l,sɛnˈtrɪfjʊɡ(ə)l/
Ετυμολογία en
επεξεργασίαπρώιμος 18ος αιώνας: centrifugal < νεολατινικά: centrifugus < λατινικά: centrum ( βλέπε: centre ) + λατινικά: -fugus «δραπετεύων, σε φυγή» ( < λατινικά: fugere «δραπετεύω, το σκάω, την κοπανάω, γίνομαι καπνός» )
Επίθετο
επεξεργασίαcentrifugal (en)
Αντώνυμα
επεξεργασία- centripetal (κεντρομόλος)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Centrifugal force στην αγγλική Βικιπαίδεια